- σπονδοφόρος
- ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη3. θρησκευτικός λειτουργός που ως επίσημος ιερός κήρυκας περιέτρεχε τις ελληνικές πόλεις και ανήγγελλε πριν από την τέλεση τών Ολυμπιακών Αγώνων την πρόσκαιρη παύση τών εχθροπραξιών και την έναρξη τής εκεχειρίας, αλλ. ιεράγγελος ή θεαρός ή θεαραδόκος4. στον πληθ. οἱ σπονδιοφόροι(στην αρχ. Ρώμη) είκοσι ιερείς που ήταν εξουσιοδοτημένοι για τη συνομολόγηση ανακωχής, ειρήνης και συμμαχίας και για την κήρυξη πολέμουμσν.-αρχ.(το ουδ.) τραπέζι, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα απαραίτητα για τις σπονδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.